- λογιότατος
- και λογιώτατος, -η, -ο (Α λογιότατος, -άτη,-ον)βλ. λόγιος.[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. βαθμός τού επιθ. λόγιος, χρησιμοποιούμενος συχνά ως ουσιαστικό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογιότατος, -η — ο 1. αυτός που είναι πολύ καλλιεργημένος, ο πολύ λόγιος. 2. ειρωνική προσωνυμία των σχολαστικών οπαδών της καθαρεύουσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογιοτατίζω — [λογιότατος] 1. θέλω να φαίνομαι λογιότατος, υποκρίνομαι ή παριστάνω τον λογιότατο 2. είμαι σχολαστικός, όπως οι λογιότατοι, είμαι οπαδός τού λογιοτατισμού … Dictionary of Greek
Griechische Diglossie — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… … Deutsch Wikipedia
Griechische Sprachenfrage — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… … Deutsch Wikipedia
Griechische Sprachfrage — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… … Deutsch Wikipedia
Griechischer Sprachenstreit — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… … Deutsch Wikipedia
Griechischer Sprachstreit — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… … Deutsch Wikipedia
λόγιος — Προσωνυμία του Ερμή ως θεού της γλώσσας και της ευγλωττίας, σε αντίθεση με τον Κερδώο Ερμή. Βλ. λ. Ερμής. * * * ια, ιο (AM λόγιος, ία, ιον) [λόγος] πεπαιδευμένος, πνευματικά καλλιεργημένος, μορφωμένος, πολυμαθής νεοελλ. 1. (και ως ουσ.) άνθρωπος… … Dictionary of Greek
πανοσιολογιότατος — και πανοσιολογιώτατος, ο προσφώνηση για τους άγαμους και μορφωμένους κληρικούς και ειδικότερα για τους αρχιμανδρίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανόσιος + λογιότατος / λογιώτατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1801 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
σοφολογιότατος — και σοφολογιώτατος, ο, Ν 1. ο πολύ σοφός και πολύ λόγιος ταυτόχρονα 2. ειρων. σχολαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + λογιότατος / λογιώτατος, υπερθ. βαθμός του λόγιος. Ο τ. σοφολογιώτατος μαρτυρείται από το 1811 στα Έγγραφα Πατριάρχου… … Dictionary of Greek